- καταρροφώ
- καταρροφῶ, -έω και -άω και δωρ. τ. καταρρυφῶ, -έω (Α, Μ καταρουφῶ, -άω)καταπίνω, ρουφώ («οἶνον... εἰς τὴν ἀριστερὰν χεῑρα ἐγχεάμενοι καταρροφοῡσι», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταρουφώ — (Μ καταρουφῶ, άω) βλ. καταρροφώ … Dictionary of Greek
καταρροφάνω — (Α) καταρροφώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥοφάνω «ρουφώ»] … Dictionary of Greek
καταρρυφώ — καταρρυφῶ, έω (Α) (δωρ. τ.) βλ. καταρροφώ … Dictionary of Greek
καταρρόφησις — καταρρόφησις, ἡ (Α) [καταρροφώ] η κατάποση … Dictionary of Greek
συγκαταρροφώ — άω και έω, Μ ρουφώ μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καταρροφώ «καταπίνω, ρουφώ»] … Dictionary of Greek